- μπουλντόζα
- 1) buldożer (m) rzecz.2) spychacz (m) rzecz.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
μπουλντόζα — η (λ. αγγλ.), όχημα που χρησιμοποιείται για εκσκαφές, ο εκσκαφέας: Η μπουλντόζα έσκαψε για να μπουν τα θεμέλια του σπιτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουλντόζα — Βλ. λ. γαιοπροωθητήρας. * * * η μηχανή εκσκαφής ή κατεδάφισης οικοδομών, εκσκαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < αγγλ. bulldozer < bulldoze < bull «ταύρος» + doze, άλλη μορφή τού dose < υστερολατ. dosis < δόσις] … Dictionary of Greek
γαιoπρoωθητήρας — Μηχάνημα για την εξομάλυνση του εδάφους ή την απομάκρυνση ερειπίων και θαμνώδους βλάστησης. Στην καθομιλουμένη, ονομάζεται μπουλντόζα. Συνήθως η ισοπεδωμένη λωρίδα που δημιουργείται είναι η αρχική φάση για την κατασκευή μιας οδού. Ο γ.… … Dictionary of Greek
εκσκαφέας — ο μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την εκσκαφή και ταυτόχρονη μεταφορά των χωμάτων, μπουλντόζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)